Το πρωτότυπο κείμενο είναι της Jessica McKenzie, Associate Editor στο Bulletin of the Atomic Scientists. Το κείμενο που παρουσιάζεται εδώ αποτελεί μετάφραση που έγινε από μέλη της Πυρομετεωρολογικής Ομάδας FLAME. Ευχαριστούμε θερμά την ίδια και τον Editor της που ευγενικά μας επέτρεψαν να προχωρήσουμε στη μετάφραση και αναδημοσίευση του άρθρου.
🔗 Σύνδεσμος πρωτότυπου άρθρου: https://thebulletin.org/2025/08/a-perfect-firestorm/
Ένα ζεστό κυριακάτικο πρωινό στις αρχές Ιουνίου, επιβιβάστηκα σε τρένο από το κέντρο της Αθήνας με κατεύθυνση την Κηφισιά, μια εύπορη συνοικία στα βόρεια της πόλης. Μόλις είχαμε ξεκινήσει, με προορισμό τον σταθμό για το Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών (ΟΑΚΑ) στο Μαρούσι, όταν διέκρινα μια στήλη καπνού να υψώνεται στον ορίζοντα, πίσω από μια οροσειρά.
Ήταν πραγματικά μια σύμπτωση, καθώς κατευθυνόμουν να συναντήσω τον Γιώργο Δερτιλή, επικεφαλή της Εθελοντικής Ομάδας Δασοπυρόσβεσης και Διάσωσης της Εκάλης, που υπάγεται στον Δήμο Κηφισιάς.
Όταν ο Δερτιλής με συνάντησε λίγο αργότερα στον σταθμό, τον ρώτησα σχετικά. Με κοίταξε ξαφνιασμένος, συνοφρυώθηκε και έπιασε αμέσως τον ασύρματο για να μάθει περισσότερα. Επιστρέφοντας στις εγκαταστάσεις της Εθελοντικής Ομάδας, η πληροφορία επιβεβαιώθηκε: κάποιος έκαιγε λάστιχα, πιθανότατα για να ανακτήσει μέταλλα. Στην Ελλάδα ισχύει απόλυτη απαγόρευση υπαίθριων καύσεων κατά την αντιπυρική περίοδο, η οποία διαρκεί από την 1η Μαΐου έως την 31η Οκτωβρίου, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τον κόσμο να προκαλεί τη μοίρα του. Τον Ιούλιο του 2018, ένας άνδρας που έκαιγε κλαδιά στην αυλή του πυροδότησε μια φονική πυρκαγιά, η οποία σάρωσε το παραθαλάσσιο Μάτι, μόλις 30 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, σκοτώνοντας 104 ανθρώπους.
Παρότι ο αριθμός των δασικών πυρκαγιών που καταγράφονται ετησίως στην Ελλάδα έχει μειωθεί από το 2000 και μετά, οι πυρκαγιές γίνονται ολοένα μεγαλύτερες, καίγοντας κατά μέσο όρο σχεδόν 6.000 στρέμματα περισσότερα κάθε χρόνο. Το 2023, ξέσπασε πυρκαγιά στον Έβρο, στη βορειοανατολική Ελλάδα κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Καίγοντας για περισσότερο από δύο εβδομάδες, η πυρκαγιά αποτέφρωσε τελικά πάνω από 950.000 στρέμματα —η μεγαλύτερη δασική πυρκαγιά που έχει καταγραφεί στην Ευρώπη από τότε που το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφόρησης για Δασικές Πυρκαγιές (European Forest Fire Information System – EFFIS) ξεκίνησε να τηρεί στοιχεία— και σκότωσε 20 ανθρώπους, ανάμεσά τους 18 Σύρους αιτούντες άσυλο.
Οι πυρκαγιές γίνονται επίσης ολοένα και πιο συχνές εκτός της αντιπυρικής περιόδου, με τον αριθμό των πυρκαγιών μεταξύ Νοεμβρίου και Απριλίου να έχει αυξηθεί κατά 47% από το 2012. Aυτές οι πυρκαγιές καίνε επίσης ολοένα και μεγαλύτερες εκτάσεις κάθε χρόνο. Πίσω από αυτές τις επικίνδυνες τάσεις κρύβονται πολλοί παράγοντες: δύο από τους σημαντικότερους είναι οι αλλαγές στη χρήση γης και η κλιματική αλλαγή.

Έμεινα στην Αθήνα λίγο περισσότερο από μία εβδομάδα, διαστημά ικανό για να πάρω μια γεύση από το ζεστό και ανεμώδες κλίμα που μπορεί να μετατρέψει μια τυχαία σπίθα σε πύρινη κόλαση. Ανέβηκα στην κορυφή της Ακρόπολης, ιδρώνοντας κάτω από τον απογευματινό ήλιο μαζί με άλλους τουρίστες. Πέρασα μια μέρα με εθελοντές πυροσβέστες, γυρνώντας μαζί τους για να δω τα αποτυπώματα των πυρκαγιών που έδωσαν μάχη να σβήσουν το περασμένο καλοκαίρι. Δέχτηκα ριπές ανέμου ενώ επισκεπτόμουν το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών που γλίτωσε οριακά από τις φλόγες πέρυσι. Περπάτησα στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας και είδα νέα πεύκα να φυτρώνουν στη σκιά των μαυρισμένων κορμών. Η απειλή της φωτιάς έμοιαζε πανταχού παρούσα, ιδιαίτερα στα όρια της πόλης, όπου drones πετούσαν τις ημέρες υψηλού κινδύνου, στο πλαίσιο του αναπτυσσόμενου προγράμματος έγκαιρης ανίχνευσης της Ελλάδας.
Μερικοί από τους οδηγούς ταξί, μόλις άκουγαν για τα ενδιαφέροντα μου, μου διηγούνταν ιστορίες ηρωισμού και απώλειας. Ένας μου μίλησε για έναν φίλο του που έχασε το σπίτι του σε πυρκαγιά πέρυσι. Ένας άλλος μου είπε ότι απομάκρυνε τους γονείς του από το πατρικό του σπίτι και μετά επέστρεψε για να βεβαιωθεί προσωπικά ότι το κτίριο δεν θα καεί —η φωτιά έφτασε μέχρι την αυλή και κατέκαψε όλη τη βλάστηση, αλλά το σπίτι παρέμεινε ανέπαφο.
Μου έμεινε η εντύπωση μιας πόλης και μιας χώρας σε διαρκή εγρήγορση —να προσπαθεί όσο μπορεί να προσαρμοστεί και να αντεπεξέλθει, αλλά συνολικά, όπως και πολλές άλλες περιοχές με υψηλή επικινδυνότητα πυρκαγιών, να παραμένει απροετοίμαστη για τις ακραίες δασικές πυρκαγιές που ευνοεί η κλιματική αλλαγή. Την ώρα που ολοκλήρωνα αυτό το κείμενο, πυρκαγιές τροφοδοτούμενες από θυελλώδεις ανέμους ξέσπασαν σε διάφορες τοποθεσίες γύρω από την Αθήνα, οδηγώντας σε εκκενώσεις, ενώ άλλες πυρκαγιές μαίνονταν δυτικότερα στην Πελοπόννησο και σε ελληνικά νησιά.
Ένα κοινωνικό πρόβλημα
Ο Γιώργος Δερτιλής είναι λεπτοκαμωμένος και μελαχροινός, με ένα μεγάλο, ζεστό χαμόγελο. Είναι εθελοντής πυροσβέστης εδώ και σχεδόν 15 χρόνια. Μια μέρα, το 2011, περνούσε μπροστά από τον σταθμό, είδε την ομάδα πυρόσβεσης και ρώτησε πώς θα μπορούσε να συμμετάσχει. Σήμερα διευθύνει ο ίδιος τον σταθμό, δουλεύοντας συχνά 12ωρες βάρδιες τις καθημερινές και 24ωρες τα Σαββατοκύριακα. Είναι επίσης υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εθελοντικών Οργανώσεων Δασοπροστασίας Πυρόσβεσης, η οποία εκπροσωπεί σχεδόν τρεις ντουζίνες εθελοντικών ομάδων σε όλη τη χώρα. Και όλα αυτά, παράλληλα με την κανονική του δουλειά ως συντονιστής έργων σε κατασκευαστική εταιρεία.
Αν και ο Δερτιλής καταλάβαινε τις περισσότερες από τις ερωτήσεις μου χωρίς βοήθεια, προτιμούσε να απαντά στα ελληνικά και να μεταφράζει τις απαντήσεις του ο Εμανουέλ Μεντόνσα, ένας Άγγλος που ζει στην Ελλάδα για περισσότερα από 20 χρόνια και είναι εθελοντής πυροσβέστης εδώ και πέντε. Οι απαντήσεις του Δερτιλή ήταν μετρημένες και διπλωματικές. Γνώριζε καλά την ευθύνη να εκπροσωπεί όχι μόνο τη δική του ομάδα, αλλά ολόκληρη την Πανελλήνια Ομοσπονδία.
Η αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών αποτελεί μόνο ένα μέρος από όσα κάνει η ομάδα του Δερτιλή. Αντιμετωπίζουν επίσης πυρκαγιές σε σπίτια και συνδράμουν σε τροχαία ατυχήματα, πλημμύρες και άλλες καταστροφές, φυσικές ή ανθρωπογενείς. Πέρυσι ανταποκρίθηκαν σε περίπου 400 περιστατικά. Ομάδες εθελοντών όπως η δική τους αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του συστήματος αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών στην Ελλάδα. Ο μη κερδοσκοπικός τους οργανισμός, ο οποίος χρηματοδοτείται αποκλειστικά από δωρεές, διαθέτει περισσότερο εξοπλισμό —και ειδικότερα πυροσβεστικά οχήματα— από την Πυροσβεστική Υπηρεσία της περιοχής, η οποία έχει στη διάθεση της μόλις ένα όχημα για ολόκληρη την Κηφισιά, μια καταπράσινη βόρεια συνοικία της Αθήνας, γνωστή για την ετήσια ανθοκομική της έκθεση και τις πολυτελείς βίλες της.
Συνολικά, εκτιμάται ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα ευθύνεται για πάνω από το 90% των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα.
Ο Δερτιλής και οι συνάδελφοί του με ξενάγησαν στις εγκαταστάσεις τους, ένα λιτό συγκρότημα με πολλά κτίρια, όπου υπάρχουν κοιτώνες για τις νυχτερινές βάρδιες, αποδυτήρια με εξοπλισμό έτοιμο για άμεση χρήση (διαθέτουν δύο σετ: ένα για αστικές πυρκαγιές και ένα ελαφρύτερο για δασικές πυρκαγιές), καθώς και έναν ενιαίο χώρο γραφείου-σαλόνι, όπου οι πυροσβέστες της βάρδιας περνούν την ώρα τους, παρακολουθούν τις συνθήκες και περιμένουν τις κλήσεις. Έξω, πυροσβεστικοί σωλήνες ήταν απλωμένοι στον ήλιο για να στεγνώσουν, αφού είχαν πλυθεί για να καθαριστούν από σκόνη, στάχτη και τοξικά κατάλοιπα.
Το απόγευμα μπήκαμε σε ένα αγροτικό και ξεκινήσαμε για μια βόλτα στα προάστια. Πρώτη μας στάση, το Δάσος Φασιδέρη, ένα μικρό δασωμένο πάρκο στην Εκάλη, μια αμιγώς οικιστική περιοχή της Κηφισιάς, όπου στρίψαμε σε έναν κακοτράχαλο χωματόδρομο. Περάσαμε κάτω από ένα πεσμένο δέντρο, και ο Δερτιλής επεσήμανε ότι αν ξεσπούσε φωτιά εκεί και έπρεπε να περάσουν με ένα από τα μεγαλύτερα πυροσβεστικά οχήματα, δεν θα μπορούσαν να το διασχίσουν. Θα ήθελε να το κόψει, αλλά η παροχή άδειας από το κράτος αποτελεί γραφειοκρατικό μπελά —το πεσμένο δέντρο αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα από τα εμπόδια που καλούνται να ξεπερνούν οι πυροσβέστες όταν εκτελούν το έργο τους. Περάσαμε δίπλα από κάποιον που έκανε βόλτα με τον σκύλο του και λίγο παρακάτω από αυτό που έμοιαζε με παιδικό πάρτι, με τραπέζια, μπαλόνια και φαγητά —το είδος της δραστηριότητας που θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε πρόκληση πυρκαγιάς, από ένα κερί, μια παράνομη ψησταριά ή ένα τσιγάρο.

Πάρτι στο Δάσος Φασιδέρη, στην Εκάλη. Φωτογραφία: Jessica McKenzie

Καμένο κράνος. Φωτογραφία: Jessica McKenzie

Μέλη της Εθελοντικής Ομάδας Δασοπυρόσβεσης και Διάσωσης Εκάλης ποζάρουν για αναμνηστική φωτογραφία. Φωτογραφία: Jessica McKenzie
Ο Δερτιλής έδειξε τη πυκνή θαμνώδη βλάστηση κάτω από τα δέντρα, η οποία σε ορισμένα σημεία έφτανε σχεδόν μέχρι το ύψος της κόμης. Σε μια πιο αγροτική, περασμένη εποχή, είπε, οι άνθρωποι ίσως άφηναν πρόβατα ή κατσίκια να βόσκουν σε αυτά τα δάση, μειώνοντας έτσι την παρουσία των θάμνων. Όμως, μέσα από τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών, η βόσκηση των κοπαδιών έχει μειωθεί —όχι μόνο στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, αλλά σε όλες τις ορεινές περιοχές της Ελλάδας.
Όταν υπάρχει αρκετός χώρος ανάμεσα στη βλάστηση του δάσους και την κόμη των δέντρων, εξήγησε ο Δερτιλής, μια φωτιά μπορεί να περάσει μέσα από το δάσος και να μαυρίσει μόνο τους κορμούς, αφήνοντας τις κορυφές άθικτες και το δάσος ως επί το πλείστον ανέπαφο. Όμως, όπως είναι τώρα, αν ξεσπούσε φωτιά σε αυτό το δάσος, οι θάμνοι θα άρπαζαν και οι φλόγες πιθανότατα θα έφταναν αρκετά ψηλά ώστε να κάψουν και τις κορυφές, τροφοδοτώντας μια πολύ μεγαλύτερη και καταστροφικότερη πυρκαγιά.
Ακόμη και σε αυτό το κατά τα άλλα δημόσιο πάρκο, περάσαμε δίπλα από ένα σπίτι κρυμμένο μέσα στα δέντρα και από μια μεγάλη βίλα υπό κατασκευή, με έναν ελαιώνα στην πρόσοψη. Οι πυροσβέστες δίσταζαν να επισημάνουν συγκεκριμένα κτίσματα ή τους ιδιοκτήτες τους, αλλά στην Ελλάδα δεν είναι σπάνιο τα σπίτια να χτίζονται παράνομα και στη συνέχεια να νομιμοποιούνται μέσω κρατικών ρυθμίσεων. Τέτοιες κατασκευές έχουν μάλιστα και δικό τους όνομα: «αυθαίρετα». Η Κηφισιά είναι επίσης ένα προάστιο με υψηλή ζήτηση όπου ζουν εύπορες και καλά δικτυωμένες οικογένειες, ικανές συχνά να εξασφαλίσουν άδειες με «άκρες» στον κρατικό μηχανισμό.
Αν η πόλη επεκταθεί προς το δάσος, τότε μεταφέρεις και το πρόβλημα της φωτιάς μέσα στο δάσος.
Οι κίνδυνοι της παράνομης δόμησης ήρθαν στο προσκήνιο μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι το 2018, όταν οι κάτοικοι βρέθηκαν με τα περάσματα προς τη θάλασσα αποκλεισμένα από χιλιάδες αυθαίρετα κτίσματα και μάντρες, και πολλοί κάηκαν ζωντανοί προσπαθώντας να διαφύγουν μέσα από τον λαβύρινθο των κακοσχεδιασμένων δρόμων. Λίγες μόλις ημέρες πριν φτάσω στην Αθήνα, εννέα πρώην αξιωματικοί της Πυροσβεστικής καταδικάστηκαν για κατηγορίες που σχετίζονταν με την καταστροφή, όπως και ο υπαίτιος της φωτιάς, αλλά 11 άλλοι —ανάμεσά τους τρεις πολιτικοί— αθωώθηκαν. Αν και τα αυθαίρετα καταδικάστηκαν ευρέως ως παράγοντας που συνέβαλε στον βαρύ απολογισμό των θυμάτων, οι εισαγγελείς δεν αναφέρθηκαν κατά την παρουσίαση της υπόθεσης στον ρόλο που μπορεί να είχε παίξει η παράνομη δόμηση.
Βγαίνοντας ξανά στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, περάσαμε μέσα από περισσότερες οικιστικές γειτονιές, με αρκετά καινούρια σπίτια να βρίσκονται υπό κατασκευή. Τα περισσότερα από τα καλαίσθητα σπίτια είχαν πλούσιους κήπους και μεγάλα δέντρα που υψώνονταν πάνω από τις στέγες τους. Το κράτος συνιστά επισήμως να υπάρχει απόσταση έξι μέτρων ανάμεσα στα κτίσματα και τη βλάστηση, είπε ο Δερτιλής, αλλά η συμμόρφωση φαινόταν σχεδόν ανύπαρκτη. Κανείς δεν θέλει να στερηθεί την πολύτιμη σκιά των δέντρων κατά τη διάρκεια των πιο ζεστών μηνών.
Φτάσαμε σε ένα σημείο με θέα προς τα βουνά στην απέναντι πλευρά του λεκανοπεδίου, όπου μεγάλες πυρκαγιές το 2007, το 2021 και το 2023 έκαψαν εκτεταμένα τμήματα του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας. Μου έδειξαν τη λωρίδα σκούρου πράσινου που διατρέχει την καρδιά του δρυμού, κατηφορίζοντας από την κορυφή της Πάρνηθας —ό,τι έχει απομείνει από το δάσος μετά τις σχεδόν συνεχόμενες πυρκαγιές. «Ό,τι βλέπεις δεξιά», είπαν, «κάηκε το 2021, και ό,τι βλέπεις στα αριστερά κάηκε το 2023».

Από το σημείο όπου στεκόμασταν μπορούσαμε επίσης να δούμε χαμηλά την καταπράσινη Εκάλη —μια πυκνή κουβέρτα πρασίνου διάσπαρτη με σπίτια. Σε εμένα έμοιαζε με ένα έτοιμο προσάναμμα.
Η ζώνη όπου η ανθρώπινη ανάπτυξη συναντά και αναμειγνύεται με δασικές ή άλλες ακατοίκητες εκτάσεις έχει αποκτήσει όνομα από τους ειδικούς στη διαχείριση πυρκαγιών: το “όριο δάσους–οικισμού” (wildland–urban interface, WUI) αποτελεί συχνά το “σημείο” απ’ όπου ξεκινά η πλειονότητα των πυρκαγιών. Ελαττωματικά ηλεκτρικά καλώδια, παράνομες καύσεις βλάστησης, τροχαία ατυχήματα και ακόμη και ένας μελισσοκόμος που καπνίζει την κυψέλη του, έχουν όλα προκαλέσει πυρκαγιές στην Ελλάδα. Συνολικά, η ανθρώπινη δραστηριότητα εκτιμάται ότι ευθύνεται για πάνω από το 90% των δασικών πυρκαγιών στη χώρα, σύμφωνα με τον Ηλία Τζηρίτη, συντονιστή δασικών πυρκαγιών στο WWF Ελλάς, που παράλληλα δρα και ως εθελοντής πυροσβέστης σε ομάδα κοντά στην Πάρνηθα.
«Αν η πόλη επεκταθεί προς το δάσος, τότε μεταφέρεις και το πρόβλημα της φωτιάς μέσα στο δάσος», μου είπε ο Τζηρίτης όταν μιλήσαμε νωρίτερα την άνοιξη. «Γι’ αυτό, όπως λέμε, οι δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα δεν είναι οικολογικό πρόβλημα. Είναι κοινωνικό πρόβλημα». Η Αθήνα έχει εκτεταμένες ζώνες δάσους–οικισμού, που καλύπτουν έως και το 10% της περιοχής, σύμφωνα με μία ανάλυση.»
Επόμενη στάση μας ήταν στο τέρμα ενός οικιστικού δρόμου με θέα προς το γειτονικό προάστιο του Διονύσου. Τον περασμένο Αύγουστο, η πυρκαγιά που ξεκίνησε κοντά στο χωριό Βαρνάβας, περίπου 15 χιλιόμετρα βόρεια σε ευθεία γραμμή από το σημείο όπου στεκόμασταν, εξαπλώθηκε ραγδαία προς νότο, προς το κέντρο της πόλης, κατακαίγοντας ακριβώς αυτή την περιοχή. Ένα μαυρισμένο μονοπάτι καταστροφής κατηφόριζε την πλαγιά σαν ποτάμι. Από εκεί ψηλά, ήταν φανερό πόσο κοντά έφτασε η φωτιά σε πυκνοκατοικημένες γειτονιές. Έκτοτε, σανίδες και χαμηλά φράγματα από καμένα κλαδιά είχαν τοποθετηθεί σε μεγάλες σειρές κατά μήκος της πλαγιάς για να συγκρατούν το έδαφος από διαβρώσεις και κατολισθήσεις μετά από δυνατές βροχές.


Το φορτηγάκι έκανε έναν παράξενο θόρυβο και ο Δερτιλής είχε προγραμματισμένη κλήση με την Πανελληνία Ομοσπονδία, οπότε επιστρέψαμε στον σταθμό για να αλλάξουμε όχημα και να πάρουμε νέους συνοδούς για το τελευταίο μας σημείο ενδιαφέροντος —μια ακόμη τοποθεσία στις παρυφές της Πεντέλης, όπου η ομάδα σταμάτησε την προέλαση της φωτιάς του Βαρνάβα πέρυσι. Σταματήσαμε δίπλα σε μια βραχώδη ρεματιά: από τη μία πλευρά ένα ζωντανό πράσινο, καλυμμένο με μακία βλάστηση —την πυκνή, αειθαλή θαμνώδη βλάστηση που συναντάται στη Μεσόγειο και μοιάζει με το chaparral της Βόρειας Αμερικής— και από την άλλη μαυρισμένο και σχεδόν γυμνό τοπίο. Η ατμόσφαιρα μύριζε πικάντικα και γλυκά.
Ένας από τους πυροσβέστες, ο Θανάσης Κουτουρλός, περπάτησε μαζί μου στην ανηφόρα, εξηγώντας ότι εδώ, μαζί με περισσότερους από δώδεκα άλλους, σχημάτισαν μια ανθρώπινη αλυσίδα για να μεταφέρουν τους πυροσβεστικούς σωλήνες στην πλαγιά. Ακόμα και με μακριά παντελόνια πεζοπορίας και αθλητικά παπούτσια, η ανάβαση στη γυμνή και βραχώδη πλαγιά χωρίς μονοπάτι ήταν δύσκολη. Μου ήταν αδύνατο να φανταστώ πώς θα ήταν να το κάνεις φορώντας πλήρη πυροσβεστικό εξοπλισμό, ενώ δίπλα οι φλόγες εκτοξεύονταν σε ύψος έως και 25 μέτρων.
Δεν υπάρχει ένας ενιαίος, παγκοσμίως αποδεκτός ορισμός για τις ακραίες δασικές πυρκαγιές. Μια ανασκόπηση που δημοσιεύτηκε το 2020 εντόπισε 25 διαφορετικούς όρους στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία που επιχειρούν να ορίσουν και να περιγράψουν “ισχυρές και ιδιαίτερες πυρκαγιές”. Μεταξύ αυτών συνταντάμε όρους όπως μέγα-πυρκαγιά, πυροθύελλα και καταστροφική φωτιά.
Ανεξάρτητα όμως από τον ορισμό, το βέβαιο είναι ότι οι καταστροφικές δασικές πυρκαγιές γίνονται ολοένα και πιο συχνές τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλο τον κόσμο.

Πυρομετεωρολογία
Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών είναι χτισμένο στον λόφο Κουφού, στους πρόποδες του Πεντελικού Όρους —της ξακουστής πηγής του μαρμάρου που χρησιμοποιήθηκε στην Ακρόπολη. Ο οδηγός ταξί με άφησε στην πύλη, όπου είπα στον φύλακα ποιον θα συναντούσα και μου έκανε νόημα να περάσω. Μόλις απομακρύνθηκα από τους προστατευτικούς τοίχους του χαμηλού κτιρίου, ο άνεμος με χτύπησε σαν κύμα, τραβώντας τα μαλλιά μου προς όλες τις κατευθύνσεις. Αργότερα το απόγευμα, έστειλα μήνυμα σε έναν από τους εθελοντές πυροσβέστες και έμαθα ότι ήταν η πρώτη ημέρα Κατηγορίας Κινδύνου 3 —σε πενταβάθμια κλίμακα— της αντιπυρικής περιόδου του 2025.
Προχώρησα ενάντια στις θυελλώδεις ριπές του ανέμου καθώς ανέβαινα τον ανηφορικό δρόμο των τετρακοσίων μέτρων. Αν δεν ανησυχούσα τόσο μήπως χάσω τα πράγματα μου ή με παρασύρει ο άνεμος έξω από τον δρόμο, ίσως να πρόσεχα περισσότερο το μαυρισμένο έδαφος στα δεξιά μου —άλλη μια καταστροφή που άφησε πίσω της η φωτιά του Βαρνάβα πέρυσι, η οποία έφτασε σε απόσταση λίγων μέτρων από τα κτήρια των ερευνητικών Ινστιτούτων. Νέα δέντρα είχαν φυτευτεί σε τακτικές σειρές πάνω στη καμένη γη.
Ο Θοδωρής Μ. Γιάνναρος, Κύριος ερευνητής στο Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, με συνάντησε δίπλα στον θόλο του τηλεσκοπίου Newall και καθίσαμε στο καφέ για τη συζήτηση μας. (Εκείνος πρότεινε να μιλήσουμε έξω, αλλά ανησυχούσα μήπως ο άνεμος κάλυπτε τη φωνή του στο μαγνητόφωνο μου και δεν μπορούσα να γράφω στις σελίδες του σημειωματάριου που θα ανέμιζαν.)
Ο Γιάνναρος είναι πυρομετεωρολόγος και μελετά πώς ο καιρός και το κλίμα αλληλεπιδρούν με τις δασικές πυρκαγιές. «Η έρευνα μας επικεντρώνεται στο να κατανοήσουμε πώς οι μετεωρολογικές και οι κλιματικές συνθήκες επηρεάζουν τη γενική πιθανότητα εκδήλωσης μιας πυρκαγιάς και, μόλις αυτή ξεσπάσει, επικεντρωνόμαστε στο να καταλάβουμε πώς ο καιρός καθορίζει την εξάπλωση της και τη συμπεριφορά της», εξήγησε. «Και εξίσου σημαντικό είναι ότι επικεντρωνόμαστε επίσης στο να κατανοήσουμε πώς η ίδια η φωτιά δημιουργεί τον δικό της καιρό».



Η Ελλάδα είναι από τη φύση της ευάλωτη στις πυρκαγιές. Έχει μεσογειακό κλίμα, με ζεστά και ξηρά καλοκαίρια —ιδιαίτερα στην Αττική, την περιφερειακή ενότητα που περιλαμβάνει ολόκληρη τη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας— και, από τον Ιούλιο και μετά, ισχυρούς ανέμους που φυσούν από τον βορρά πάνω από το Αιγαίο. «Τους αποκαλούμε μελτέμια ή ετησίες», είπε ο Γιάνναρος. «‘Ετησίες σημαίνει ‘άνεμοι που πνέουν μία φορά τον χρόνο».
Αυτοί οι άνεμοι είναι πιο συχνοί και πιο ισχυροί τον Αύγουστο, αλλά, όπως λέει ο Γιάνναρος, τα τελευταία χρόνια φαίνεται να φτάνουν νωρίτερα και να διαρκούν περισσότερο, συμβάλλοντας έτσι στη μεγαλύτερη δυσκολία της αντιπυρικής περιόδου. Αλλαγές στη θερμοκρασία, την υγρασία, την ξηρασία και τον άνεμο —όλες συνδεδεμένες με την παγκόσμια υπερθέρμανση— συνωμοτούν ώστε η αντιπυρική περίοδος να επιμηκύνεται σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Αν η αντιπυρική περίοδος μεγαλώνει σε διάρκεια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι και οι ίδιες οι ημέρες πυρκαγιών γίνονται μεγαλύτερες σε διάρκεια. Η κλιματική αλλαγή, εξήγησε ο Γιάνναρος, προκαλεί ασύμμετρη θέρμανση, που σημαίνει ότι οι νυχτερινές θερμοκρασίες αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι οι ημερήσιες. «Πολλοί πυροσβέστες τα τελευταία χρόνια λένε από προσωπική εμπειρία ότι βλέπουν τις πυρκαγιές να επιμένουν και να έχουν μεγάλη ένταση μέσα στη νύχτα», είπε. «Κι αυτό τους φαίνεται παράξενο, γιατί τυπικά τη νύχτα θα περίμενε κανείς να πέσει η θερμοκρασία, να ανέβει η σχετική υγρασία, και αυτό θα επέτρεπε στα καύσιμα —στη βλάστηση που καίγεται— να ανακτήσουν λίγη υγρασία. Αυτό, με τη σειρά του, θα βοηθούσε να επιβραδυνθεί η εξάπλωση της φωτιάς.» Παρόμοιες αναφορές έχουν κάνει και πυροσβέστες στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτή η αλλαγή στις νυχτερινές θερμοκρασίες ασκεί μεγαλύτερη πίεση στις δυνάμεις πυρόσβεσης, αλλά, όπως είπε ο Γιάνναρος, αυξάνει επίσης την πιθανότητα οι πυρκαγιές να αλληλεπιδράσουν με την ατμόσφαιρα με εκρηκτικά αποτελέσματα.

Υπό κανονικές συνθήκες, το χαμηλότερο τμήμα της ατμόσφαιρας —το ατμοσφαιρικό οριακό στρώμα ή απλά οριακό στρώμα— εκτείνεται ψηλά και είναι πιο τυρβώδες κατά τη διάρκεια της ημέρας, καθώς ο θερμός αέρας ανυψώνεται. Όταν δύει ο ήλιος και πέφτουν οι θερμοκρασίες, το οριακό στρώμα χαμηλώνει πιο κοντά στην επιφάνεια της Γης και γίνεται ρηχότερο και ηπιότερο —υπό κανονικές συνθήκες. Όμως, όταν οι υψηλότερες θερμοκρασίες διατηρούνται μέσα στη νύχτα, το οριακό στρώμα παραμένει βαθύ και τυρβώδες. «Αυτό διευκολύνει οποιαδήποτε φωτιά να συζευχθεί με την ατμόσφαιρα και ξαφνικά, για παράδειγμα, να κατεβάσει ανέμους από ανώτερα στρώματα που κινούνται ταχύτερα», είπε ο Γιάνναρος. «Και αυτό θα αλλάξει τη συμπεριφορά της φωτιάς πέρα από όσα μας λέει η πρακτική εμπειρία να περιμένουμε».
«Βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου, λόγω της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να κάνουμε έναν πολύ σαφή διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτό που θα ονόμαζα δύο τύπους δασικών πυρκαγιών», είπε. Ο πρώτος είναι οι “κανονικές” δασικές πυρκαγιές, οι οποίες συμπεριφέρονται με προβλέψιμο τρόπο, ανάλογα με τις συνθήκες του ανέμου και τη διαθέσιμη καύσιμη ύλη. «Όμως, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε όλο και περισσότερες από αυτές που αποκαλούμε ακραίες δασικές πυρκαγιές. Και οι ακραίες δασικές πυρκαγιές είναι εκείνες που συζευγνύονται με την ατμόσφαιρα και παρουσιάζουν μη σταθερή συμπεριφορά με μη γραμμικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της φωτιάς και της ατμόσφαιρας». Αυτές είναι τα λεγόμενα ανατροφοδοτούμενα συστήματα φωτιάς-ατμόσφαιρας που δημιουργούν τον δικό τους καιρό και εξαπλώνονται με απρόβλεπτους και δυσκολότερους στον έλεγχο τρόπους.
Η κλιματική αλλαγή προκαλεί ασύμμετρη θέρμανση, που σημαίνει ότι οι νυχτερινές θερμοκρασίες αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι οι ημερήσιες.
Ήδη, είπε, η κλιματική αλλαγή προκαλεί εντονότερους και πιο παρατεταμένους καύσωνες, οι οποίοι δημιουργούν πιο ασταθή οριακά στρώματα που επιτρέπουν στις πυρκαγιές να συζευχθούν ευκολότερα με την ατμόσφαιρα. Ένας από τους μεγαλύτερους αγνώστους σε αυτή την εξίσωση είναι πώς η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει τη δομή της ατμόσφαιρας στο μέλλον και, κατ’ επέκταση, τη συμπεριφορά των πυρκαγιών.
«Μέχρι σήμερα, όλες οι κλιματικές προβολές, όταν επιχειρούν να εκτιμήσουν πόσο πιο επικίνδυνες θα είναι οι δασικές πυρκαγιές στο μέλλον, χρησιμοποιούν μόνο επιφανειακά μετεωρολογικά δεδομένα», είπε ο Γιάνναρος. «Αυτό οδηγεί σε υποεκτίμηση του κινδύνου, γιατί στο μελλοντικό κλίμα ενδέχεται να έχουμε μια πιο ασταθή ατμόσφαιρα».
Ο Γιάνναρος θα ήθελε να δει την Ελλάδα να επενδύει περισσότερο στη συλλογή και ανάλυση δεδομένων για τις δασικές πυρκαγιές, ιδιαίτερα για τις ακραίες πυρκαγιές, τα οποία μπορούν να συμβάλουν στη χάραξη στρατηγικών πρόληψης και αντιμετώπισης. Επεσήμανε ότι οι κυβερνήσεις της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας διαθέτουν μονάδες ανάλυσης συμπεριφοράς πυρκαγιών, ενώ η Ελλάδα όχι. «Το κομμάτι που λείπει εδώ είναι τα δεδομένα», είπε.
Το παράδοξο της φωτιάς
Η διαχείριση των πυρκαγιών χωρίζεται σε δύο ενότητες, την πρόληψη και την καταστολή, και στην Ελλάδα, η κάθε μία ενότητα εφαρμόζεται χωρίς ιδιαίτερο συντονισμό με την άλλη. Την πρόληψη την αναλαμβάνει η Δασική Υπηρεσία, ενώ την καταστολή το Πυροσβεστικό Σώμα. Το 2021, το WWF Ελλάς διαπίστωσε ότι το 84% των διαθέσιμων κονδυλίων για τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών κατευθύνεται στην καταστολή και μόλις το 16% στην πρόληψη.
Το πρόβλημα με την σχεδόν αποκλειστική εστίαση στην καταστολή είναι ότι δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μεγαλύτερες πυρκαγιές στο μέλλον.
«Ένα πράγμα που πρέπει να αποφύγουμε είναι να σβήνουμε κάθε φωτιά με κάθε κόστος», είπε ο Γιάνναρος. «Στην πραγματικότητα, αυτό είναι που δημιουργεί αυτό που αποκαλούμε το “παράδοξο της φωτιάς”. Και το παράδοξο της φωτιάς λέει ότι όσο περισσότερο σβήνουμε τις φωτιές, τόσο περισσότερο καύσιμο δημιουργούμε για την επόμενη, και τόσο περισσότερες πυρκαγιές έχουμε τελικά.»
Η λύση, υποστηρίζει ο Ηλίας Τζηρίτης, συντονιστής δασικών πυρκαγιών στο WWF Ελλάς, είναι η μεγαλύτερη επένδυση στην πρόληψη.
Το παράδοξο της φωτιάς λέει ότι όσο περισσότερο σβήνουμε τις φωτιές, τόσο περισσότερο καύσιμο δημιουργούμε για την επόμενη, και τόσο περισσότερες πυρκαγιές έχουμε τελικά.
«Το πρόβλημα με τα ελληνικά δάση είναι ότι τα τελευταία 30 χρόνια έχουμε έλλειψη διαχείρισης», εξήγησε ο Τζηρίτης. «Έχουμε τεράστια κενά στη δασική διαχείριση λόγω έλλειψης πόρων και προσωπικού για την πρόληψη.»
Αυτό αρχίζει να αλλάζει. Φέτος, είπε, η ισορροπία μεταξύ καταστολής και πρόληψης είναι πιο κοντά στο 70-30, αλλά θα ήθελε να τη δει να μετατοπίζεται στο 40% για την καταστολή και 60% για την πρόληψη.
«Δεν θέλουμε να μειωθούν τα κονδύλια για την καταστολή», διευκρίνισε ο Τζηρίτης. «Θέλουμε τα κονδύλια για την καταστολή να παραμείνουν τα ίδια ή να αυξηθούν. Αλλά τα κονδύλια για την πρόληψη πρέπει να αυξηθούν σημαντικά και να είναι περισσότερα από εκείνα της καταστολής.»
Στην Ελλάδα, η πρόληψη των πυρκαγιών περιλαμβάνει κυρίως την αραίωση των δασών για τη διαχείριση της καύσιμης ύλης. Το κράτος δεν διαθέτει προγράμματα προδιαγεγραμμένων καύσεων ή στοχευμένης βόσκησης —τουλάχιστον προς το παρόν. Οι προδιαγεγραμμένες καύσεις κινούνται σε μια νομικά γκρίζα ζώνη, εξήγησε ο Τζηρίτης —ούτε νόμιμες αλλά ούτε και παράνομες. Ο ίδιος και οι συνάδελφοί του όμως προσπαθούν να τις εντάξουν στη δημόσια συζήτηση. Από το 2021, το WWF Ελλάς συνεργάζεται με το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων σε ένα πιλοτικό πρόγραμμα προδιαγεγραμμένων καύσεων στη Χίο και παρέδωσε σχετική έκθεση στη Γενική Διεύθυνση Δασών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, η οποία περιλάμβανε και νομική πρόταση για τη θεσμοθέτηση της μεθόδου στην Ελλάδα. Έκτοτε έχουν γίνει αρκετές υποσχόμενες συζητήσεις με τη Διεύθυνση, αλλά αναμένουν ακόμη επίσημη απάντηση. Η βόσκηση είναι μια ακόμη δυνατότητα για τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών, αλλά η Δασική Υπηρεσία δείχνει απρόθυμη να την υιοθετήσει.
Η Πάρνηθα αποτελεί ένα καλό παράδειγμα του πόσο περίπλοκη μπορεί να γίνει η συζήτηση γύρω από τη βόσκηση. Το 2014, λύκοι παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά στον εθνικό δρυμό μετά τη δεκαετία του 1950 —κάτι που, από μια οπτική, είναι σίγουρα περιβαλλοντική επιτυχία. Όμως, από τότε που επέστρεψαν, ο πληθυσμός των ελαφιών έχει μειωθεί, και έτσι υπάρχουν λιγότερα άγρια ζώα που βόσκουν στα δάση. Υπάρχει τώρα μια ενεργή συζήτηση για το αν ο πληθυσμός των λύκων θα πρέπει να απομακρυνθεί —όπως έχει διατάξει ένας Έλληνας εισαγγελέας— προκειμένου να προστατευθεί ο εναπομείνας πληθυσμός ελαφιών, που στην Ελλάδα θεωρούνται απειλούμενο είδος. Επιστήμονες υποστηρίζουν ότι αυτή η εντολή είναι πρόωρη και ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες —όπως η απώλεια ενδιαιτημάτων από δασικές πυρκαγιές— ενώ δεν αποκλείεται να αποκατασταθεί φυσικά μια ισορροπία μεταξύ θηρευτή και θηράματος.



Η βόσκηση είναι ένα είδος οικοσυστημικής υπηρεσίας: τα ελάφια τρώνε και συγκρατούν τη βλάστηση (την καύσιμη ύλη για πυρκαγιές) υπό έλεγχο και οι άνθρωποι ωφελούνται από ασφαλέστερα, λιγότερο εύφλεκτα δάση. Θεωρητικά, η δραστική μείωση της βόσκησης από τα ελάφια θα μπορούσε να αντισταθμιστεί με το να επιτρέπεται σε οικόσιτα ζώα να βόσκουν μέσα στο πάρκο, αλλά αυτό είναι παράνομο στην Ελλάδα.
«Αυτό είναι πρόβλημα, γιατί η Δασική Υπηρεσία δεν είναι ευέλικτη», είπε ο Τζηρίτης. «Στο παρελθόν επικρατούσε η νοοτροπία ότι η βόσκηση είναι κακή, ότι δεν κάνει καλό στα οικοσυστήματα. Όμως αυτή είναι μια παλιά νοοτροπία. Πρέπει να είσαι δυναμικός και να δεις πώς μπορείς να αξιοποιήσεις τη βόσκηση προς όφελος σου, είτε για να αυξήσεις τη βιοποικιλότητα είτε για να αποτρέψεις τις δασικές πυρκαγιές.»
Ο Γιώργος Δερτιλής είπε ότι η κυβέρνηση έχει κάνει πρόσφατα συγκεκριμένα βήματα για την ενίσχυση της πρόληψης πυρκαγιών, αναφέροντας το πρόγραμμα AntiNero, ένα πολυφασικό έργο ύψους 400 εκατ. ευρώ που ξεκίνησε το 2022 και περιλαμβάνει προληπτικό καθαρισμό σε κρίσιμα και ευάλωτα δασικά οικοσυστήματα —απομάκρυνση ξερών υπολειμμάτων και πλεονάζουσας θαμνώδους βλάστησης, αραίωση θάμνων και κλάδεμα της κόμης των δέντρων.
Πρέπει να είσαι δυναμικός και να δεις πώς μπορείς να αξιοποιήσεις τη βόσκηση προς όφελος σου, είτε για να αυξήσεις τη βιοποικιλότητα είτε για να αποτρέψεις τις δασικές πυρκαγιές.
Αλλά ακόμη και αυτή η φαινομενικά αβλαβής προσπάθεια δασικής διαχείρισης δεν εφαρμόζεται χωρίς αντιδράσεις. Η Μαρία Ζαχαρία, Ελληνίδα πολιτικός στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχει αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητα του προγράμματος στην πρόληψη πυρκαγιών και έχει θέσει το ζήτημα των επιπτώσεων στους βιότοπους άγριας ζωής σε προστατευόμενες περιοχές.
Η ενημέρωση γύρω από τις πρωτοβουλίες δασικής διαχείρισης —και γιατί αυτές είναι σημαντικές— παραμένει χαμηλή. Τον περασμένο Αύγουστο, ανήμερα της εορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου, συνεργείο καθαρισμού εργαζόταν στο δάσος στο πλαίσιο του προγράμματος AntiNero για την πρόληψη πυρκαγιών —όχι κόβοντας δέντρα, αλλά απλώς απομακρύνοντας μέρος της χαμηλής βλάστησης. Πολίτες υπέβαλαν καταγγελία στην αστυνομία. Τα μέλη του συνεργείου συνελήφθησαν και κρατήθηκαν για αρκετές ώρες, μέχρι που η αστυνομία μπόρεσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον εισαγγελέα και να επιβεβαιώσει ότι είχαν άδεια.
Η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε ορισμένους τομείς όσον αφορά τις προσπάθειες καταστολής των πυρκαγιών, σχεδόν διπλασιάζοντας τον αριθμό των drones επιτήρησης που διαθέτει τα τελευταία δύο χρόνια (είδα ένα την ανεμοδαρμένη μέρα που επισκέφθηκα την Πεντέλη) και επενδύοντας σημαντικά σε περισσότερα πυροσβεστικά αεροσκάφη. Ωστόσο, σε άρθρο για τη Διεθνή Ένωση Δασικών Πυρκαγιών, αρκετοί Έλληνες ειδικοί επέκριναν την υπερβολική εξάρτηση της χώρας από τα εναέρια μέσα και την έλλειψη συντονισμού των επίγειων δυνάμεων.
Μετά τις πυρκαγιές
Το ταξί με άφησε στην αρχή του μονοπατιού, στην άκρη του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας, λίγο πριν από τις 5:30 το πρωί, όταν ο ουρανός άρχιζε να φωτίζεται με ένα απαλό γαλαζωπό λευκό. Η πρόγνωση έλεγε ότι εκείνη η μέρα θα ήταν ζεστή, με θερμοκρασίες πάνω από 30 βαθμούς Κελσίου, και ήλπιζα να ολοκληρώσω τη διαδρομή των 12 χιλιομέτρων πριν το μεσημέρι για να αποφύγω τη χειρότερη ζέστη. Είχα κατεβάσει έναν χάρτη και το κινητό μου ήταν πλήρως φορτισμένο, μαζί με φορητό φορτιστή. Είχα επίσης μαζί μου σνακ και υπερβολική ποσότητα νερού, αφού είχα διαβάσει λίγες παραπάνω ιστορίες για τουρίστες στην Ελλάδα που έχασαν τη ζωή τους σε πεζοπορίες μέσα στον καύσωνα πέρυσι το καλοκαίρι.
Η Πάρνηθα αποκαλείται συχνά “ο πνεύμονας της Αθήνας”. Είναι ο κοντινότερος εθνικός δρυμός σε πρωτεύουσα σε όλη την Ευρώπη και δέχεται περίπου ένα εκατομμύριο επισκέπτες κάθε χρόνο. «Είναι σημαντική γιατί οι άνθρωποι, ιδιαίτερα εδώ πάνω, έχουν αναμνήσεις από την παιδική τους ηλικία επισκεπτόμενοι το βουνό», μετέφρασε ο Μεντόνσα για τον Δερτιλή. «Πεζοπορία, ποδηλασία, τέτοια πράγματα. Συναισθηματικά —υπάρχει ένας δεσμός με αυτό». Αυτό εξηγεί γιατί, όταν η Πάρνηθα κάηκε για δεύτερη φορά μέσα σε μόλις τρία χρόνια, οι Αθηναίοι αντέδρασαν με οργή και απογοήτευση —και γιατί εγώ ήμουν αποφασισμένη να την επισκεφθώ η ίδια.
Ο Τζηρίτης μού είχε εξηγήσει ότι τα δάση της Πάρνηθας κυριαρχούνται από δύο είδη δέντρων: την Abies cephalonica, ή ελληνική ελάτη, που φύεται στα μεγαλύτερα υψόμετρα, και την Pinus halepensis, ή χαλέπιο πεύκη, που καλύπτει τα χαμηλότερα υψόμετρα μαζί με τη μεσογειακή αειθαλή θαμνώδη βλάστηση που ονομάζεται μακί. Τα δάση χαλεπίου πεύκης αναπτύσσονται γρήγορα, αντέχουν στην ξηρασία και είναι γενικά ανθεκτικά στη φωτιά, καθώς οι κώνοι τους ανοίγουν και απελευθερώνουν σπόρους όταν καούν, επιτρέποντας ταχεία αναγέννηση. Αντίθετα, η ελληνική ελάτη δεν είναι προσαρμοσμένη στη φωτιά, και έτσι, όταν καούν τα ελατοδάση, μπορεί να χαθούν για πάντα εάν δεν υπάρξει ανθρώπινη παρέμβαση.
«Όλα τα δάση μπορούν να καούν, αν οι συνθήκες —οι μετεωρολογικές, η κατάσταση του δάσους, οι ανθρώπινες παρεμβάσεις και όλα αυτά— είναι δυσμενείς. Ένας μύθος που είχαμε μέχρι το 2007 ήταν ότι το ελατοδάσος της Πάρνηθας ήταν άκαυτο, γιατί πιστεύαμε ότι είναι ανθεκτικό στη φωτιά. Και παραμένει ανθεκτικό, αν το συγκρίνεις με τα πευκοδάση», είπε ο Τζηρίτης. «Αλλά αν έχεις μια κακή αντιπυρική περίοδο με κακές καιρικές συνθήκες ή η υγρασία στη βλάστηση είναι χαμηλή, τότε έχεις πρόβλημα φωτιάς και στα ελατοδάση.»
Περισσότερο από το μισό του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας κάηκε το 2007, και ο Τζηρίτης είπε ότι —τουλάχιστον στις περιοχές που δεν ξανακάηκαν το 2021 ή το 2023— τα δάση χαλεπίου πεύκης αναγεννώνται γρήγορα. Όμως τα ελατοδάση χρειάζονται τεχνική αποκατάσταση για να επανέλθουν —ουσιαστικά αναδασώσεις ή φυτεύσεις. Και αν τα δάση χαλεπίου πεύκης καούν πολλές φορές σε μικρό χρονικό διάστημα, χάνουν κι αυτά την ανθεκτικότητα τους.
«Δεν είναι ασυνήθιστο να έχεις, ας πούμε, μια περιοχή που έχει καεί ξανά και ξανά και ξανά», μου είπε ο Γιάνναρος. «Ωστόσο, όσο περισσότερες φορές καίγεται η ίδια περιοχή, τόσο δυσκολότερη γίνεται η αποκατάσταση της βλάστησης, και τότε αυξάνεται ο κίνδυνος ερημοποίησης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την περιοχή της Αττικής.»

Εκτός από το ότι κρατά την πρόληψη των πυρκαγιών στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου και πιέζει την κυβέρνηση να αυξήσει τη χρηματοδότηση, το WWF Ελλάς εργάζεται και για την αποκατάσταση των δασών μετά από πυρκαγιές. Μέρος αυτής της δουλειάς περιλαμβάνει τον εντοπισμό περιοχών με τη μεγαλύτερη προτεραιότητα —που συνήθως σημαίνει εκείνων που έχουν καεί πολλές φορές σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το WWF Ελλάς έχει εξασφαλίσει κρατικά συμβόλαια για την υλοποίηση τεχνικής δασικής αποκατάστασης σε τμήματα του Εθνικού Δρυμού Σουνίου, 50 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Αθήνας, καθώς και σε τμήματα της περιοχής του Έβρου που έχουν καεί τρεις φορές τα τελευταία 20 χρόνια.
Το δύσκολο σε αυτό είναι η επιλογή των ειδών που θα επαναφυτευτούν. «Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα μίγμα νεαρού δάσους με βελανιδιές, με κυπαρίσσια, με πεύκα —όλα ενδημικά στην Ελλάδα», είπε ο Τζηρίτης. «Ξένα είδη δεν επιτρέπονται. Πρέπει να σέβεσαι την οικολογική ιστορία της περιοχής… Προσπαθούμε να μην κάνουμε μονοκαλλιέργεια στη φύτευση, αλλά να χρησιμοποιούμε διαφορετικά είδη και κυρίως ανθεκτικά στη φωτιά».
Όμως η δουλειά είναι αργή, επίπονη και δαπανηρή.
Πολιτική κατακραυγή
Οι πυρκαγιές έχουν ήδη μεταμορφώσει δραστικά το τοπίο της Αττικής. Από το 2017, η περιοχή έχει χάσει το 37% των δασών και λιβαδιών της. Από τα τέσσερα βουνά που σχηματίζουν τα φυσικά όρια γύρω από την Αθήνα —η Πάρνηθα στα βόρεια, η Πεντέλη στα βορειοανατολικά, το Αιγάλεω στα δυτικά και ο Υμηττός στα ανατολικά— όλα, εκτός από τον Υμηττό, έχουν γνωρίσει μεγάλες πυρκαγιές τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι Αθηναίοι είναι οργισμένοι και θέλουν κάποιον να κατηγορήσουν.
«Υπάρχει τόσο πολιτική κατακραυγή όσο και πολιτική αντιπαράθεση συνεχώς», μου είπε σε βιντεοκλήση ο Μιχάλης Διακάκης, Eπίκουρος Kαθηγητής Γεωγραφίας και Κλιματολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Κάθε φορά που ξεσπά μια πυρκαγιά, το κοινό εξοργίζεται. Είναι λυπηρό που το ζήτημα γίνεται πολιτικό, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος είναι επιστημονικό… Δεν έχει τόσο να κάνει με τα πολιτικά κόμματα, όσο με τη μακροπρόθεσμη πολιτική. Και όταν γίνεται πολιτικό, γίνεται πιο δύσκολο να λυθεί».
Το 2023, καθώς η Πάρνηθα καιγόταν, κάποιοι Αθηναίοι που μίλησαν στους New York Times φάνηκε να υπονοούν ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την κλιματική αλλαγή ως εύκολη δικαιολογία. «Κάθε χρόνο λένε το ίδιο: “Κάνουμε ό,τι μπορούμε, είναι η κλιματική αλλαγή”», είπε ένας από αυτούς.
Ως δημοσιογράφος για θέματα κλιματικής αλλαγής, μπορώ να δείξω κατανόηση προς πολιτικούς όπως ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος έχει δηλώσει ότι οι πυρκαγιές που ρημάζουν τη χώρα δείχνουν «την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής». Προφανώς, η κλιματική αλλαγή έχει παίξει ρόλο —όπως τόνισε επανειλημμένα ο πυρομετεωρολόγος Γιάνναρος, αν οι συνθήκες είναι κατάλληλες για την εκδήλωση ενός ακραίου πυρομετεωρολογικού γεγονότος, καμία διαχείριση καύσιμης ύλης δεν μπορεί να το σταματήσει.
Αλλά η κλιματική αλλαγή δεν είναι ο μόνος παράγοντας. Οι άνθρωποι στην Ελλάδα απαιτούν λύσεις —και έχουν κάθε δικαίωμα και λόγο να το κάνουν— και οι πυροσβέστες και οι επιστήμονες με τους οποίους μίλησα έχουν πολλές ιδέες για το πώς μπορούν να μετριαστούν οι πυρκαγιές, αλλά και για το πώς μπορεί να βελτιωθεί τόσο η πρόληψη όσο και η καταστολή. Το μόνο που θα ήθελαν είναι να υπάρξει περισσότερη έρευνα, περισσότερα δεδομένα και περισσότερη χρηματοδότηση για να δοκιμαστούν οι ιδέες τους.

Μια εβδομάδα μετά την επιστροφή μου στη Νέα Υόρκη, πυρκαγιά στο νησί της Χίου αποτέφρωσε περισσότερα από 40.000 στρέμματα. Στις αρχές Ιουλίου, ξέσπασε άλλη μια φωτιά μέσα στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας. Ευτυχώς, οι ήπιες καιρικές συνθήκες και η άμεση ανταπόκριση των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης επέτρεψαν την ταχεία καταστολή της. Αργότερα τον ίδιο μήνα, πυρκαγιά στα βόρεια προάστια της Αθήνας οδήγησε σε εκκενώσεις στο Κρυονέρι —μια κωμόπολη λίγα μόλις χιλιόμετρα βόρεια της Εκάλης και του Δάσους Φασιδέρη.
Κι αυτές είναι μόνο λίγες από τις πυρκαγιές που έχουν απειλήσει την Ελλάδα αυτό το καλοκαίρι. Μέσα σε ένα μόλις 24ωρο, στα τέλη Ιουλίου, η Πυροσβεστική ανέφερε ότι εκδηλώθηκαν τουλάχιστον 44 νέες πυρκαγιές.
Και απομένουν ακόμη σχεδόν τρεις μήνες αντιπυρικής περιόδου.